Η φωτογραφία δείχνει μια βραδιά Αποκριάς, σχεδόν πριν από μισό και πλέον αιώνα. Την ανάρτησε η Ρενα Μαρια και δείχνει μια εκδήλωση στο Λιμενικό Περίπτερο. Στο μικρόφωνο είναι η αρχιχορεύτρια του Λυκείου Ελληνίδων, Δέσποινα Πλουμίδου, δεξιά στο ακορντεόν είναι ο Μάριος Κυπριωτάκης, ο μουσικός που είχε χάσει το φως του, στο κλαρίνο ο Κώστας Κακεπάκης, στα ντραμς ο Μιχάλης Σγουράκης, κορνέτα Καπελώνης.
Για τις Αποκριές στο παλιό Ηράκλειο γράφει ο Μιχάλης Ναλετάκης, που έζησε εκείνες τις εποχές:
“Βαδίζοντας τις νυκτερινές ώρες στους δρόμους του Ηρακλείου, με επισκέφθηκαν πάλι οι αναμνήσεις μου κάνοντάς με να αντιληφθώ τη μεγάλη διαφορά που υπάρχει μεταξύ του παρόντος και της προ πενήντα και πλέον ετών ατμόσφαιρας που επικρατούσε στην πόλη την περίοδο του Καρναβαλιού, όπου οι χοροί έδιναν και έπαιρναν και το πηγαίο κέφι κυριαρχούσε στις αίθουσες του ΑΠΟΛΛΩΝΑ, του ΝΤΟΡΕ, του ΑΣΤΟΡΙΑ του Λιμενικού Περιπτέρου και σε άλλες πολλές, που λόγω Αποκριάς μετατρέπονταν σε κέντρα διασκέδασης.
Την περίοδο αυτή ερχόταν πολλές ορχήστρες από Αθήνα για να συμπληρώσουν τα κενά που δημιουργούσε η μεγάλη ζήτηση των ημερών.
Εκτός βέβαια των αιθουσών που γινόταν οι ας πούμε επίσημοι χοροί υπήρχαν πολλά άλλα στέκια όπου ο κόσμος γλεντούσε και διασκέδαζε.
Ποιος δε θυμάται την ταβέρνα στα Τρία Πεύκα, ΤΑ ΚΟΥΝΕΛΙΑ στην Κνωσό, το ΜΑΥΡΟ ΓΑΤΟ και τις ΤΖΙΤΖΙΦΙΕΣ στην περιοχή Καράβολα, το ωραίο ταβερνάκι στη γέφυρα του Μπεντεβή, τα ουζερί του Λιμνήδη και Παπατσαρά στην πλατεία Λιονταριών απέναντι από τα μπογατσιδικα.
Στην ίδια πλατεία δέσποζε και του Ρεγγινάκη (μετέπειτα ΚΝΩΣΟΣ ), στο οποίο δίνονταν οι πιο πετυχημένοι παιδικοί χοροί, οι λεγόμενοι μπαλνταφάν .
Ο κόσμος κυκλοφορούσε μέχρι αργά και μετά το γλέντι ξεκινούσε για το δεύτερο σεργιάνι. Στο Μεϊντάνι, ο Λευτέρης και ο πατέρας του πουλούσαν τον καβρουμά με το τυρί, ενώ στα διανυκτερεύοντα μαγειρεία ο αχνιστός πατσάς και το ντεκότο προκαλούσαν τους περαστικούς. Λίγο πιο μακριά, στις Πατέλλες, ο Χιώτης και ο Τζιράκης σέρβιραν τη βραστή κότα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, ενώ στο Καμαράκι, το καφενείο του Δημάκη έμενε ανοικτό είκοσι τεσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και οι ευωδιές από τους καφέδες και τα βραστάρια πλημμύριζαν την περιοχή”.